εκρυσις

εκρυσις
    ἔκρυσις
    ἔκ-ρῠσις
    -εως ἥ
    1) Arst., Polyb. = ἔκροος См. εκροος
    2) «истечение», ранний выкидыш
    

(καλοῦνται ἐκρύσεις αἱ μέχρι τῶν ἑπτὰ ἡμερῶν διαφθοραί Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εκρυσις" в других словарях:

  • ἔκρυσις — efflux fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσει — ἔκρυσις efflux fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκρύσεϊ , ἔκρυσις efflux fem dat sg (epic) ἔκρυσις efflux fem dat sg (attic ionic) ἐκρύ̱σει , ἐκρύομαι deliver fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσεις — ἔκρυσις efflux fem nom/voc pl (attic epic) ἔκρυσις efflux fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσεσι — ἔκρυσις efflux fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσεσιν — ἔκρυσις efflux fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσιες — ἔκρυσις efflux fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκρυσιν — ἔκρυσις efflux fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκροια — ἔκροια, ιων. ἐκροίη, η (Α) βλ. έκρυσις …   Dictionary of Greek

  • έκρυση — η (Α ἔκρυσις) 1. διέξοδος ρέοντος υγρού 2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση) 3. (για τρίχες) πτώση 4. η ουσία που εκρέει …   Dictionary of Greek

  • ἐκρύσεων — ἐκρύσεω̆ν , ἔκρυσις efflux fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκρύσεως — ἐκρύσεω̆ς , ἔκρυσις efflux fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»